- λοχαίος
- λοχαῑος, -αία, -ον (Α)1. κρυφός, μυστικός2. (για τα μεστά στάχια τού σίτου) αυτός που γέρνει προς τα κάτω3. αυτός που έχει άφθονα άνθη, που θάλλει4. φρ. «λοχαῑος ἔρως» — κρυφός έρωτας5. (κατά τον Φώτ.) «λοχαῑος σῑτος ὁ βαθύςἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλιμένος».[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννημα, τόκος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. ληθ-αίος, λυγ-αίος)].
Dictionary of Greek. 2013.